- επουλωτικός
- -ή, -ό (AM ἐπουλωτικός, -ή, -όν)ο κατάλληλος για επούλωση, αυτός που επουλώνει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επουλωτικός — ή, ό επίρρ. ά που επουλώνει, ο κατάλληλος για επούλωση, που συντελεί σ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπουλωτικά — ἐπουλωτικός promoting cicatrization neut nom/voc/acc pl ἐπουλωτικά̱ , ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem nom/voc/acc dual ἐπουλωτικά̱ , ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικώτερον — ἐπουλωτικός promoting cicatrization adverbial comp ἐπουλωτικός promoting cicatrization masc acc comp sg ἐπουλωτικός promoting cicatrization neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικῶν — ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem gen pl ἐπουλωτικός promoting cicatrization masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικόν — ἐπουλωτικός promoting cicatrization masc acc sg ἐπουλωτικός promoting cicatrization neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικαῖς — ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικαί — ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικοῖς — ἐπουλωτικός promoting cicatrization masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικωτάτη — ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικῆς — ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)